- φραδής
- φρᾰδ-ής, ές (or [suff] φρᾰδ-ύς, ύ), only found in gen. έος,A understanding, wise, shrewd,
φραδέος νόου Il.24.354
. Adv. [suff] φρᾰδ-δῶς, = φραστικῶς, φανερῶς, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φραδέος νόου Il.24.354
. Adv. [suff] φρᾰδ-δῶς, = φραστικῶς, φανερῶς, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φραδής — understanding masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φραδής — ές, και φραδύς, εῑα, ύ, Α συνετός, έμπειρος («φραδέος νόου ἔργα τέτυκται», Ομ. Ιλ.). επίρρ... φραδῶς Α (κατά τον Ησύχ.) «φραστικῶς, φανερῶς». [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. απαντά μόνον μία φορά στον τ. γεν. φραδέος, από τον οποίο ορισμένοι μελετητές έχουν… … Dictionary of Greek
φράδης — φραδάω pres ind act 2nd sg φραδάω imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φραδοῦς — φραδής understanding masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φραδέος — φραδής understanding masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φραδέως — φραδής understanding adverbial (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φραδῶς — φραδής understanding adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευφραδής — ές (ΑΜ εὐφραδής, ές) αυτός που έχει ευχερή έκφραση, ο εύγλωττος μσν. αρχ. 1. αυτός που εκφράζεται σωστά ή με σαφήνεια 2. ο εκφρασμένος καλά. επίρρ... ευφραδώς (Α εὐφραδέως) με ευγλωττία, με ευφράδεια αρχ. 1. καθαρά, με σαφήνεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ… … Dictionary of Greek
ηδυφραδής — ἡδυφραδής, ές (Μ) αυτός που μιλάει γλυκά, ο γλυκομίλητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + φραδής (< φράζω ή < αμάρτυρο *φράδος), πρβλ. αρι φραδής, δολο φραδής] … Dictionary of Greek
θεοφραδής — θεοφραδής, ές (Α) 1. προφητικός 2. αυτός που λέχθηκε από θεό («θεοφραδεὶς κέλευθοι», Πρόκλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + φραδής (< αμάρτυρο *φράδος < φράζω), πρβλ. ευ φραδής, πολυ φραδής] … Dictionary of Greek
καινοφραδής — καινοφραδής, ές (Μ) ο εκφρασμένος με καινούργιο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + φραδής (< φράζω «εκφράζω, λέγω» ή αμάρτυρο *φράδος, το), πρβλ. θεο φραδής ολιγο φραδής] … Dictionary of Greek